Φρυδάς

Φρυδάς
ο , Φρυδάςού η с густыми бровями

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Φρυδάς" в других словарях:

  • φρυδάς — ο, θηλ. φρυδού, Ν αυτός που έχει μεγάλα και πυκνά φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύδι + κατάλ. άς* (πρβλ. χειλ άς)] …   Dictionary of Greek

  • φρυδάς — ο πληθ. άδες, θηλ. ού αυτός που έχει μεγάλα ή πυκνά φρύδια, ο φρυδάτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρυδάτος — η, ο, Ν φρυδάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύδι + κατάλ. άτος (πρβλ. μεσ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • φρυδάτος — η, ο ο φρυδάς (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»